- ανηβητηριος
- ἀνηβητήριος3делающий вновь молодым, возвращающий молодость
(ῥώμη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥώμη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανηβητήριος — ἀνηβητήριος, α, ον (Α) [ηβητήρ] αυτός που φέρνει ξανάνιωμα, αναζωογονεί, ανανεώνει … Dictionary of Greek
ανακμαστικός — ἀνακμαστικός, ή, όν (Μ) [ἀνακμάζω] αυτός που ακμάζει πάλι, ο ανηβητήριος* … Dictionary of Greek
ἀνηβητηρίαν — ἀνηβητηρίᾱν , ἀνηβητήριος making young again fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)